Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Εισαγγελέας Σακελαροπούλου: "Κάποιοι αναζητούν τη νίκη με αθέμιτα μέσα"



“Το οικονομικό κίνητρο ωθεί κάποιους να αναζητούν τη
νίκη με όχι θεμιτά μέσα”.
Mε αυτά τα λόγια, που ήταν το επιστέγασμα της τοποθέτησης της, ξεκίνησε την ομιλία της η εισαγγελέας εφετών Βιργινία Σακελαροπούλου στο συνέδριο, που  διοργανώθηκε από την ΚΕΑ (Κώδικας Ευ Αγωνίζεσθαι), στη Θεσσαλονίκη,  με τη συμμετοχή πανεπιστημίων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οργανισμών που ασχολούνται με το θέμα της χειραγώγησης αθλητικών αγώνων.



Η κ. Σακελλαροπούλου, που ήταν εισαγγελέας στις δύο δίκες του μικρού Koriopolis, οι οποίες ήταν οι πρώτες  δίκες σε επίπεδο ποινικής  δικαιοσύνης, για το φαινόμενο της χειραγώγησης αγώνων για στοιχηματικούς λόγους τόνισε:

“Τα τελευταία χρόνια η όψη του αθλητισμού έχει αλλάξει
ριζικά. Το οικονομικό κίνητρο ωθεί κάποιους να αναζητούν τη
νίκη με όχι θεμιτά μέσα. Επίσης διάφορες ουσίες
χρησιμοποιούνται από αθλητές για βελτίωση της αγωνιστικής
τους απόδοσης με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο και η
υγεία τους. Παράλληλα ανησυχητικά φαινόμενα βίας κάνουν
την εμφάνισή τους στους αθλητικούς χώρους. Πρόκειται
επιγραμματικά για τις τρεις βασικές μορφές νοσηρότητας του
αθλητισμού. Κάποια από τα ζητήματα αυτά ξεπερνούν τα όρια
της αθλητικής δραστηριότητας και γίνονται μείζονα κοινωνικά
προβλήματα που χρήζουν την παρέμβαση του ποινικού
δικαίου.
Σχετικά με το φαινόμενο των προσυνεννοημένων αγώνων, τη
μία δηλαδή από τις τρεις βασικές μορφές εκδήλωσης της
νοσηρότητας θα πρέπει να λεχθούν τα εξής:
Προσυνεννοημένοι αγώνες, χειραγωγημένοι αγώνες, στημένοι
αγώνες είναι έννοιες συνώνυμες που αποδίδουν ένα θλιβερό
φαινόμενο παρασκηνιακών διεργασιών επέμβασης στην
μορφή, εξέλιξη και το αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα. Ο
αθλητισμός σε όλες τις εκφάνσεις του, ως αθλητική πράξη, ως
άσκηση σώματος, ως τρόπος ζωής, ως ψυχαγωγία, ως
παιδεία, ακόμα και ως επάγγελμα, είναι κατ΄εξοχήν πεδίο
ευγενούς άμιλλας. Ο χώρος της άμιλλας δεν επιδέχεται παρά

μόνο καθαρά και απολύτως θεμιτά μέσα επικράτησης στον
αθλητικό αγώνα.
Σύμφωνα με το άρθ. 36 Κ.Π.Δ. όταν δεν απαιτείται έγκληση ή
αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από
αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη
πράξη. Η διάταξη αυτή εισάγει τον κανόνα ότι οι τιμωρητικοί
μηχανισμοί της Πολιτείας κινούνται αυτεπαγγέλτως. Αυτός
είναι ο κανόνας. Εξαίρεση, αποτελεί η δίωξη μετά από
έγκληση του παθόντος ή αίτηση.
Η αναδίφηση στην ποινική νομολογία αναδεικνύει αρκετές
αποφάσεις αλλοίωσης αποτελέσματος αθλητικού αγώνα από
τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Επί τη ευκαιρία να λεχθεί
ότι ως αλλοίωση του αποτελέσματος αγώνα θεωρείται
κάθε διαφοροποίηση στο αποτέλεσμα αυτού σε σχέση με
το ποιο θα ήταν σύμφωνα με την δυναμικότητα των
αγωνιζομένων. Ενδεικτικά θα αναφέρω μία περίπτωση που
θεωρώ ότι είναι αντιπροσωπευτική και όλων των λοιπών που
απησχόλησαν τα Δικαστήρια στο παρελθόν. Αφορά
δωροδοκία ποδοσφαιριστών για αλλοίωση αποτελέσματος
ποδοσφαιρικού αγώνα.
Παρενθετικά να λεχθεί ότι θεωρητικά ένας ποδοσφαιρικός
αγώνας μπορεί να χειραγωγηθεί από 1) ποδοσφαιριστή ή
ποδοσφαιριστές π.χ. εσκεμμένη αποτυχία ενός προφανώς

εύκολου γκολ ή πέναλτυ, εσκεμμένη μειωμένη απόδοση, 2)
από το διαιτητή π.χ. αποφασίζει αδικαιολόγητα ένα πέναλτυ,
δίνει εσκεμμένα κίτρινες ή κόκκινες κάρτες, κωλυσιεργεί και
επιβραδύνει την εξέλιξη του αγώνα και 3) από τον προπονητή
π.χ. αντικαθιστά κρίσιμους παίκτες με άλλους κατά τη
διάρκεια του αγώνα, αλλάζει θέσεις στους παίκτες
προξενώντας σ΄αυτούς εκνευρισμό, απορία και αμηχανία,
αλλάζει αιφνιδιαστικά και αδικαιολόγητα κατά τον αγώνα τη
στρατηγική και το σύστημα της ομάδας και γενικά ακολουθεί
εσκεμμένα τακτική ήττας, ή 4) από συνδυασμό περισσοτέρων
από τους ανωτέρω παράγοντες. Και βέβαια είναι αυτονόητο
ότι δεν μπορούν οι Πρόεδροι των αντίπαλων ομάδων να
στήσουν ποδοσφαιρικό αγώνα, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή
και κάποιου άλλου παράγοντα.
Η απόφαση που αναφέρθηκα είναι η με αριθ. ΑΠ
1551/1993, η οποία αφορά ποδοσφαιρικό αγώνα που
έλαβε χώρα στις Σέρρες, τον μήνα Απρίλιο του έτους 1986
(Πανσερραικός- ΑΕΚ). Στην περίπτωση αυτή ο
κατηγορούμενος, που ήταν παλιός ποδοσφαιριστής της
ομάδας ΑΕΚ, ζήτησε από ποδοσφαιριστή της ομάδας
Πανσερραικού να έχει μειωμένη αθλητική απόδοση
αυτός και δύο άλλοι συμπαίκτες του, εκ των οποίων ο
ένας να είναι αμυντικός. Πράγματι μετά από μερικές
ημέρες ξανασυναντήθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο του

κατηγορουμένου πάλι ο κατηγορούμενος και οι τρεις
παίκτες, πλην όμως αυτός ο οποίος παρουσιάσθηκε από
τους δύο παίκτες της ομάδας του Πανσερραικού ως
αμυντικός δεν ήταν αμυντικός παίκτης, αλλά ήταν
αστυνομικό όργανο του Τμήματος Ασφαλείας Σερρών,
δεδομένου ότι οι παίκτες της ομάδας του Πανσερραικού,
που ανέφερα ανωτέρω, ενημέρωσαν το Τμήμα
Ασφαλείας Σερρών. Στην συζήτηση που επηκολούθησε
στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος
υποσχέθηκε σε αυτούς το χρηματικό ποσό των 1.700.000
δρχ. για να έχουν μειωμένη αθλητική απόδοση στον
επικείμενο αγώνα και επιπλέον 300.000 δρχ. στον
αμυντικό εάν έδινε πέναλτυ υπέρ της ομάδας ΑΕΚ.
Μάλιστα ο κατηγορούμενος τους ανέφερε ότι ενεργούσε
για λογαριασμό άλλου, που ήταν ο γενικός αρχηγός της
ομάδας ΑΕΚ (επίσης κατηγορούμενος στην ως άνω
υπόθεση), τον οποίο θα συναντούσαν την ημέρα εκείνη,
αμέσως μετά, στο Εθνικό Στάδιο Σερρών, πράγμα όμως
που δεν συνέβη, διότι ο κατηγορούμενος αντελήφθη ότι το
αυτοκίνητό του ακολουθούνταν από δύο αυτοκίνητα του
Τμήματος Ασφαλείας Σερρών και επηκολούθησε σύλληψή
του. Στην υπόθεση αυτή καταδικάσθηκαν για δωροδοκία
και ηθική αυτουργία σ΄αυτήν τα ανωτέρω δύο άτομα
(παλιός ποδοσφαιριστής της ομάδας ΑΕΚ και ο Γενικός
Αρχηγός της ομάδας ΑΕΚ, αντίστοιχα) και πειθαρχικά

αφαιρέθηκαν βαθμοί από την ΑΕΚ. Αυτή αποτελεί κλασική
περίπτωση από αυτές που απησχόλησαν παλαιότερα τα
Δικαστήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνηθισμένη στη
νομολογία είναι αυτή η περίπτωση της δωροδοκίας, ήτοι
η περίπτωση της δωροδοκίας με παρένθετο πρόσωπο,
δηλαδή με τη μεσολάβηση άλλου προσώπου, για λόγους
κάλυψης αυτού που θέλει να προσεγγίσει κάποιον με
σκοπό να τον δωροδοκήσει. Υπάρχει και μία παραλλαγή
της περίπτωσης αυτής, όταν, σε ελάχιστες περιπτώσεις,
εμφανίζεται να προσφέρει δώρα στους αντίπαλους
ποδοσφαιριστές π.χ. ο Πρόεδρος της μιας των ομάδων,
δεν υπάρχει δηλαδή αυτός που μεσολαβεί. Μϊα τέτοια
περίπτωση αφορά έναν ποδοσφαιρικό αγώνα (Ηρακλής -
ΠΑΟΚ), που διεξήχθη το έτος 1980. Ο αγώνας αυτός έχει
καταγραφεί στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ως
ένα από τα σκάνδαλα του ποδοσφαίρου (όπως και η
προηγούμενη που ανέφερα), όπου μάλιστα η μία ομάδα
υποβιβάσθηκε στην Β΄ Εθνική (Ηρακλής), όταν ο
αμυντικός της άλλης ομάδας (ΠΑΟΚ) κατήγγειλε ότι ο
Πρόεδρος της άλλης ομάδας(Ηρακλή) του υποσχέθηκε
χρήματα για να έχει μειωμένη αθλητική απόδοση.
Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των υποθέσεων αυτών
του παρελθόντος είναι ότι συνήθως η καταγγελία γίνονταν
από τον προσεγγιζόμενο και τις περισσότερες φορές είχαμε
αυτόφωρη σύλληψη. Τα πραγματικά περιστατικά της

υπόθεσης είναι συγκεκριμένα και εύκολα ανακαλύπτεται η
ταυτότητα όλων των εμπλεκομένων (φυσικού αυτουργού,
ηθικού αυτουργού), τα δε κίνητρα είναι αθλητικά, δηλαδή να
βοηθηθεί βαθμολογικά η ομάδα που έχει ανάγκη. Το ότι τα
πραγματικά περιστατικά είναι απλά στις υποθέσεις αυτές του
παρελθόντος προκύπτει και από το γεγονός ότι, απ΄όσο είναι
δυνατόν να συμπεράνει κάποιος μελετώντας την νομολογία
του παρελθόντος (η αναδίφηση στη νομολογία είναι δυνατή
μόνο μέσω των δημοσιευμένων δικαστικών αποφάσεων), οι
δικογραφίες που σχηματίσθηκαν αφορούσαν όλους τους
εμπλεκομένους (ηθικούς αυτουργούς, φυσικούς αυτουργούς )
και δεν σχηματίσθηκε στη συνέχεια άλλη δικογραφία που να
αφορά τον αυτόν ποδοσφαιρικό αγώνα με άλλους
εμπλεκομένους, η ταυτότητα των οποίων δεν είχε προκύψει
κατά τον σχηματισμό της πρώτης δικογραφίας.
Ήδη τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η
επαγγελματοποίηση του αθλητισμού, η οποία
βέβαια έχει γίνει αποδεκτή στις ημέρες μας,
είχε ορισμένες αρνητικές συνέπειες. Έφερε
στο προσκήνιο ένα ισχυρό κίνητρο, το
οικονομικό κίνητρο, ενώ δυστυχώς περιόρισε
ορισμένα από τα βασικά θετικά στοιχεία του
αθλητισμού, που είναι η ανάπτυξη ψυχικών
και κοινωνικών αρετών. Το οικονομικό

κίνητρο είναι αυτό που ορισμένες φορές ωθεί
αθλητές, προπονητές, διοικητικά στελέχη να
επιδιώξουν την νίκη πάση θυσία, ακόμη και
με πλάγια μέσα. Παράλληλα η ραγδαία
ανάπτυξη κάθε μορφής κερδοσκοπισμού
σχετικά με την αθλητική δραστηριότητα
(στοίχημα κ.λπ,) κατά τα τελευταία χρόνια
επιδείνωσε έτι περαιτέρω την κατάσταση και
επέτρεψε σε κάποιους να πλουτίσουν
επενδύοντας σε <<παράξενα>> αποτελέσματα
αγώνων. Έτσι το άθλημα έγινε ευάλωτο σε
οικονομικές ποδηγετήσεις. Εδώ θα πρέπει να
λεχθεί ότι τα τυχηρά παίγνια, στα οποία
συγκαταλέγονται και τα στοιχήματα,
εντάσσονται στις λεγόμενες τυχηρές
συμβάσεις, δηλαδή στην κατηγορία των
συμβάσεων στο πλαίσιο των οποίων η παροχή
εξαρτάται από τυχαίο γεγονός. Βέβαια θα
μπορούσε κάποιος να πει ότι τυχηρές
συμβάσεις, δηλαδή εξαρτώμενες από τυχαίο
γεγονός, είναι κατά κάποιο τρόπο και οι
συμβάσεις ασφάλισης. Ενώ όμως αυτές
(συμβάσεις ασφάλισης) έχουν μία κοινωνική
αποστολή, το στοίχημα και γενικά τα τυχηρά
παίγνια αποβλέπουν στο εύκολο κέρδος.


Αρκετές υποθέσεις προσυνεννοημένων αγώνων
που σήμερα απασχολούν τη Δικαιοσύνη δεν
έχουν αφορμή κάποια καταγγελία, δεν
καταγγέλλονται οι δράστες, δεν
εμφανίζονται παθόντες. Η εξιχνίαση των
υποθέσεων είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, η
συλλογή των αποδείξεων δύσκολη, σε πολλές
περιπτώσεις δεν εμφανίζεται ο αμέσως
ζημιωθείς. Αναφέρομαι κυρίως στις
περιπτώσεις που αφορμή για τη δικαστική
διερεύνηση της υπόθεσης είναι οι εκθέσεις
της ΟΥΕΦΑ, ενός αξιόπιστου οργανισμού, οι
εκθέσεις του οποίου αποτελούν επαρκή
αφορμή δια περαιτέρω διερεύνηση (στην πρώτη
υπόθεση που δικάσθηκε στην Ελλάδα ήμουν
Εισαγγελέας της έδρας τόσο στον πρώτο
βαθμό, όσο και στον δεύτερο βαθμό). Εδώ να
υπενθυμίσω αυτό που είπα στην αρχή ότι δηλαδή σύμφωνα με
το άρθρο 36 Κ.Π.Δ. οι τιμωρητικοί μηχανισμοί κινούνται κατά
κανόνα αυτεπαγγέλτως. Στα πλαίσια της ανωτέρω διατάξεως,
ότι δηλαδή οι τιμωρητικοί μηχανισμοί της πολιτείας κινούνται
κατά κανόνα αυτεπαγγέλτως, οι εκθέσεις της UEFA αποτελούν
επαρκή αφορμή για τη διερεύνηση της υπόθεσης.
Οι πρώτες ενδείξεις για την σύνταξη αυτών
των εκθέσεων είναι ο όγκος του
στοιχηματισμού, η εικόνα του στοιχήματος,
ήτοι το περίεργο του στοιχηματισμού, η
ακρίβεια στον στοιχηματισμό σε συγκεκριμένα
σημεία του αγώνα (πόσα κόρνερ π.χ. στο
α΄ημίχρονο, διαφορά στο σκορ, πόσες
κίτρινες πόσες κόκκινες κάρτες θα

δοθούν). Το περίεργο του στοιχηματισμού
έχει να κάνει και με την εξέλιξη του αγώνα,
όταν π.χ. στο ζωντανό στοίχημα
στοιχηματίζει κάποιος σε κάτι που είναι,
μέχρι τα δεδομένα εκείνης της στιγμής,
απίθανο να συμβεί. Το περίεργο του
στοιχηματισμού έχει να κάνει και με την
δυναμικότητα των αντίπαλων ομάδων, όταν
π.χ. υπάρχει έντονος στοιχηματισμός στην
νίκη της αδύνατης ομάδας. Είναι γεγονός
ότι οι εκθέσεις αυτές συναξιολογούνται από
το Δικαστήριο με όλα τα λοιπά αποδεικτικά
μέσα και επιπλέον ερευνάται κατά πόσον το
στοιχηματικό μέρος ενός αγώνα δένει με το
αγωνιστικό μέρος του αγώνα αυτού. Και τί
εννοώ; Μπορεί το στοιχηματικό μέρος ενός
αγώνα να μας οδηγεί στην κατάφαση της
χειραγώγησης, το γεγονός όμως ότι ο αγώνας
ήταν ανταγωνιστικός π.χ. υπήρξαν
τραυματισμοί, κόκκινες κάρτες, να μην μας
κατευθύνει προς την κατεύθυνση αυτή, ήτοι
της χειραγώγησης. Η δικαστική διερεύνηση
των υποθέσεων αυτών σε επίπεδο κύριας
ανάκρισης θα πρέπει να είναι βαθιά ούτως
ώστε να περιλάβει όλα τα εμπλεκόμενα άτομα.
Αυτό έχει σημασία ιδίως σήμερα, που η

δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης δεν
ξεκινά, όπως στο παρελθόν από την
καταγγελία του προσεγγιζομένου. Τότε ο
προσεγγιζόμενος έδιδε στοιχεία στις
αστυνομικές αρχές τόσο για την πράξη όσο
και για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (η
καταγγελία είχε τη μορφή π.χ. με προσήγγισε
ο τάδε και μου υποσχέθηκε τα εξής αν έχω
μειωμένη αθλητική απόδοση). Τη σημερινή
όμως εποχή, ενόψει του ότι η διερεύνηση
συνήθως δεν ξεκινά από κάποια καταγγελία,
ελλοχεύει ο κίνδυνος στη δικογραφία να μην
συμπεριληφθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Στην
περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται το
ενδεχόμενο ο αυτός ποδοσφαιρικός αγώνας με
κάποιους κατηγορουμένους (π.χ. τον Πρόεδρο
και τον προπονητή) να κριθεί χειραγωγημένος
από το Δικαστήριο και να κριθούν αυτοί
ένοχοι και ο αυτός ποδοσφαιρικός αγώνας με
άλλους κατηγορουμένους (π.χ. τους
ποδοσφαιριστές ) να κριθεί ότι δεν ήταν
χειραγωγημένος και να αρχειοθετηθεί η
δικογραφία κατ΄άρθ. 43 Κ.Π.Δ. ή να εκδοθεί
από το Δικαστήριο γι΄αυτόν τον λόγο
απαλλακτική απόφαση. Πέραν τούτου θα πρέπει
να λεχθεί ότι σήμερα λόγω ακριβώς του ότι

τις περισσότερες φορές τα κίνητρα είναι
στοιχηματικά, το έγκλημα αυτό, σε αντίθεση
με το παρελθόν, συρρέει με άλλα εγκλήματα
όπως το έγκλημα της στοιχηματικής απάτης σε
βάρος των εταιρειών που προσφέρουν νόμιμα
υπηρεσίες στοιχήματος, αλλά και με αυτό
της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές
δραστηριότητες, αφού στο δαιδαλώδες δίκτυο
του στοιχήματος μπορεί να διεισδύσει το
οργανωμένο έγκλημα, το οποίο ξεπλένει χρήμα
που προέρχεται από άλλη παράνομη
δραστηριότητα (π.χ. ναρκωτικά, λαθρεμπορία
κ.λπ.). Δεδομένου ότι αυτού του είδους οι
αξιόποινες πράξεις δεν είναι δυνατόν να τελεσθούν
από ένα μόνο άτομο, από μία μονάδα, αλλά από
περισσοτέρους, που λειτουργούν βάσει σχεδιασμού,
συλλογικά, με κατανομή ρόλων, έχουν ιεραρχία και
οργανωμένη δομή, δεν αποκλείεται να συρρέει και
το έγκλημα του άρθ 187&5 Π.Κ., μίας ένωσης
δηλαδή προσώπων με σκοπό την επίτευξη, εν
προκειμένω, μεγάλης έκτασης πλουτισμού και η
οποία (ένωση) οπωσδήποτε ενέχει ιδιαίτερη
επικινδυνότητα για την κοινωνία. Επίσης δυνατόν
να συρρέει και η πράξη του παράνομου
στοιχήματος, ήτοι του στοιχήματος εκτός ΟΠΑΠ και

των νομίμως λειτουργουσών στοιχηματικών
εταιρειών. Σήμερα δηλαδή, σε αντίθεση με το
παρελθόν, όπου συνήθως επρόκειτο για δωροδοκία
και δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος
αγώνα, τα πραγματικά περιστατικά των σχετικών
υποθέσεων είναι πλέον περίπλοκα, σύνθετα,
πρόκειται για ένα πλέγμα πράξεων, έναν κύκλο
αξιοποίνων πράξεων με σκοπό τον παράνομο
πλουτισμό. Πράγματι οι υποθέσεις που έχουν στις
ημέρες μας φθάσει στη Δικαιοσύνη, οι οποίες είτε
έχουν ήδη εκδικασθεί είτε πρόκειται να
εκδικασθούν από τα Δικαστήρια στο μέλλον,
αφορούν πλέγμα πράξεων και όχι μόνο την
αλλοίωση αποτελέσματος αθλητικού αγώνα.
Ακριβώς η πολυπλοκότητα αυτή επιβάλλει την
εφαρμογή ειδικών ανακριτικών πράξεων και
συγκεκριμένα αυτών του άρθ. 253 Α Κ.Π.Δ. . Αυτές
οι ειδικές ανακριτκές πράξεις βοηθούν πάρα πολύ
στην αναζήτηση της αλήθειας δεδομένου ότι τα
άλλα αποδεικτικά μέσα π.χ. το εμμάρτυρο
αποδεικτικό μέσο συνήθως δεν αποδίδει. Έτσι
σημαντική ανακριτική πράξη είναι αυτή της άρσης
του απορρήτου των επικοινωνιών. Στις περιπτώσεις
δηλαδή αυτές με βούλευμα του αρμοδίου

δικαστικού συμβουλίου αίρεται το απόρρητο της
τηλεφωνικής επικοινωνίας συγκεκριμένων
τηλεφωνικών συνδέσεων, από την οποία
αντλούνται πολλά χρήσιμα στοιχεία. Τα δικαστήρια
στις ημέρες μας έχουν κάνει χρήση των
αποδεικτικών στοιχείων που αποκομίζονται από την
άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Εννοείται ότι
τα στοιχεία που προέρχονται από την άρση του
τηλεφωνικού απορρήτου συναξιολογούνται από το
Δικαστήριο με τα λοιπά υπάρχοντα στοιχεία. Και τί
εννοώ; Εάν π.χ. ακούγεται στην συνομιλία ότι ο
τάδε θα παίξει στοίχημα στην νίκη της τάδε ομάδας
ή σε κάποιο ειδικότερο σημείο ενός
συγκεκριμένου ποδοσφαιρικού αγώνα, δεν
σημαίνει οπωσδήποτε ότι έπαιξε πράγματι στοίχημα,
ούτε ότι ο αγώνας ήταν χειραγωγημένος, ούτε ότι
συμμετείχε στην αλλοίωση του αποτελέσματος
αγώνα, αν δεν δένει η συνομιλία αυτή με άλλα
στοιχεία της δικογραφίας.

Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι o νομοθέτης το έτος 2012,
με το νόμο 4049/2012, ενδιαφερόμενος για την
αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκλημάτων αυτών
προχωρεί σε μία ρύθμιση όπου κάμπτεται η αρχή της

νομιμότητας που διέπει την ποινική δίκη χάριν του
δημοσίου συμφέροντος. Έτσι αν κάποιος από τους
υπαίτιους των πράξεων της δωροδοκίας,
δωροληψίας, της αθέμιτης παρέμβασης για
αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα καταστήσει
δυνατή με
αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης
ενός από τα σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή συμβάλει
ουσιωδώς στην τιμωρία τους, απαλλάσσεται από
την ποινή για τις πράξεις
αυτές. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη
διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής
δίωξης κατά του προσώπου αυτού.
Αν στο παρελθόν με τις διατάξεις για δωροδοκία
και δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα
προστατεύονταν η γνησιότητα του αποτελέσματος
αθλητικών αγώνων για να προστατευθεί το
αθλητικό ιδεώδες και η αρχή του ευ αγωνίζεσθαι,
τώρα πλέον με τις σχετικές διατάξεις προστατεύεται
η γνησιότητα του αποτελέσματος αγώνα όχι μόνο
για να προστατευθεί το αθλητικό ιδεώδες και η
αρχή του ευ αγωνίζεσθαι, αλλά και για να
προστατευθεί πλέον η περιουσία αόριστου
αριθμού ανθρώπων που κινδυνεύει από την ύπαρξη
μη καθαρών αγώνων. Δηλαδή σήμερα αυτά που
διακυβεύονται με την αλλοίωση του αποτελέσματος

αθλητικού αγώνα είναι πολύ περισσότερα από ό, τι στο
παρελθόν.
Τελειώνοντας να πω ότι η οικονομική προσέγγιση στο
ποδόσφαιρο ως άθλημα δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από
την αθλητική ιδεολογία που το διέπει. Οι δύο έννοιες δεν
είναι ασύμβατες μεταξύ τους, όμως η συνύπαρξή τους
επιβάλλει κάποιες ιδιαίτερες προσεγγίσεις της οικονομικής

δραστηριότητας στον αθλητισμό.